-
1 адрес
1. тех. η θέση, ο προορισμός 2. (местожительство, место назначения чего-л.) η διεύθυνση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адрес
-
2 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
3 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
4 квершлаг
горн. η είσοδος, η στοά (του ορυχείου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квершлаг
-
5 локомотив
η σιδηροδρομική μηχανήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > локомотив
-
6 лонжерон
η διαμήκης δοκόςнеразрезной - άκοπη -, συνεχόμενη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лонжерон
-
7 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
8 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
9 параметр
η παράμετροςмалый - (авт.) μικρή -- срабатывания (в электромагнитном устройстве) - της λειτουργίας/ενεργοποίη-σηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > параметр